-
1 κατα-μύω
κατα-μύω (s. μύω), die Augen schließen, bes. um zu schlafen, einnicken; Hippocr.; Ar. Vesp. 92; καταμύομεν [ῡ abweichend] Hedyl. bei Ath. VIII, 345 a; καταμύει τὰ βλέφαρα, im Ggstz von τὰ βλέφαρα ἀναπέπταται, Xen. Cyn. 5, 11; von sich Fürchtenden, Philostr.; von Sterbenden, entschlafen, Luc. D. meretr. 7, 2 D. L. 4, 49; – p. auch καμμύω, Batrach. 191 καμμῦσαι, Alexis bei Phryn. 339, wo bemerkt wird, daß Spätere es nachlässiger Weise auch in Prosa brauchten; so findet sich ἐκάμμυσαν τοὺς ὀφϑαλμούς im N. T., Act. Ap. 28, 27.
См. также в других словарях:
καταμύω — (Α) 1. κλείνω τα μάτια (α. «καταμύει τὰ βλέφαρα», Ξεν. β. «καταμύειν ὑπ ἐκπλήξεως», Φιλόστρ.) 2. αποκοιμιέμαι 3. (κατ ευφημισμόν αντί τού καταθνήσκω) πεθαίνω («ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύση», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μύω «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek